Σε μια από τις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο 602 μέτρων και στο γεωγραφικό περίπου κέντρο των πρώην Βόρειων Δήμων της Λακωνίας, απλώνεται το μικρό και όμορφο χωριό, η Αλευρού. Εκτείνεται σε επιφάνεια μεγαλύτερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, έχει σχήμα ακανόνιστου πολυγώνου και διασχίζεται στο άνω δυτικό της τμήμα από τον κεντρικό οδικό άξονα Σπάρτης - Λογγανίκου. Απέχει από την Σπάρτη είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα και γειτονεύει με το Καστόρι, τα Περιβόλια και το Γεωργίτσι, από τα οποία απέχει τέσσερα, τρία και οκτώ χιλιόμετρα αντίστοιχα. Μέχρι το 1998 ήταν Κοινότητα. Σήμερα αποτελεί οικισμό της Δημοτικής Ενότητας Πελλάνας, του Δήμου Σπάρτης. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ανέρχονται σε 87, σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής του 2011. Ο κίνδυνος ερήμωσης του χωριού είναι, όπως κι αλλού, προφανής και επί θύραις αλλά δυστυχώς, αφήνεται αδιάφορα στην μοίρα του. Οι παραπάνω κάτοικοι ασχολούνται με την καλλιέργεια των ελαιοδένδρων και ζουν από αυτά. Το εισόδημά τους, βέβαια, λογίζεται ανύπαρκτο, αφού τα τελευταία χρόνια η τιμή του ελαιολάδου κατρακύλησε σε απαράδεκτα όρια. Στο χωριό λειτουργούν δύο οινοπαντοπωλεία, ένα εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου και μία αίθουσα σύγχρονης τέχνης. Τον επισκέπτη εντυπωσιάζει η φύση του χωριού, η μορφολογία του εδάφους, οι ρεματιές του και οι πτυχές τους, τα νερά, το πράσινο, ο ναός του πολιούχου Αγίου Γεωργίου, που πρόσφατα, με μόνη την συνδρομή των εντός και εκτός Αλευρούς Αλευριτών, ανακαινίσθηκε με επιτυχία εσωτερικά και κυρίως εξωτερικά, πλακοστρώθηκε η μεγάλη της πλατεία και αποτελεί κόσμημα πραγματικό. Την γραφικότητα του χωριού τέλος, συμπληρώνουν τα όμορφα και περιποιημένα ξωκλήσια του: η Αγία Άννα, ο Αη Θανάσης, η Αγία Βαρβάρα, οι Ταξιάρχες, η Παναϊτσα και ο Σταυρούλης.
Η Ιστορία
Πριν από το 1463 η Αλευρού ονομαζόταν Παλαιοχώρα και βρισκόταν τέσσερα περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του σημερινού χωριού, στην θέση που και τώρα λέγεται Παλιοχώρι κι έχει υπολείμματα του τότε οικισμού. Η ίδρυση της Παλαιοχώρας χάνεται στο βάθος του χρόνου. Επί Βυζαντινών Χρόνων η Παλαιοχώρα συνδεόταν οδικά με την γνωστή οδό προσπέλασης της αρχαίας Πελλάνης προς Αρκαδία, την γνωστή οδό Πελλάνης - Βελεμίνας, που αναφέρει ο Παυσανίας στα «Λακωνικά» του. Κάπου στην μέση της διαδρομής Πελλάνης - Παλαιοχώρας, κοντά στα «Πλατανάκια» τοποθετούν και το τότε νομισματοκοπείο. Περί το 1463 με την κατάκτηση των Βόρειων Δήμων από τους Τούρκους (μετά την προσωπική επιδρομή του Μωάμεθ Β΄ του Κατακτητή και την πολιορκία και πτώση του Κάστρου του Καστρίου, που το υπερασπιζόταν ο καπετάν Πρινοκοκάς), η τουρκική Διοίκηση εγκαταστάθηκε στους «καφέδες», στο Βορειοανατολικό σημείο των σημερινών Περιβολίων, που τότε βέβαια δεν υπήρχαν. Οι Παλαιοχωρίτες, που γειτόνευαν με τους «Καφέδες», τον νεόκτιστο δηλαδή τουρκικό οικισμό και κέντρο της τουρκικής εξουσίας στην περιοχή, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν, όπως άλλωστε όλα τα παρόμοια καμποχώρια, ασφαλέστερο καταφύγιο στα ορεινά. Έτσι προσάραξαν στις παρυφές του Ταϋγέτου κι έχτισαν με πόνο και μόχθο πολύ, τη νέα τους Παλαιοχώρα, την σημερινή Αλευρού. Από την θέση αυτή μπορούσαν και κατέβαιναν κλεφτά στον κάμπο και στις ράχες τους και όταν κινδύνευαν χάνονταν μέσα από τις ρεματιές στα «τσιρούνια», στο «ρεματάκι» και στα μεσορράχια του Ταϋγέτου.
Η Αλευρού, ήταν άριστα προετοιμασμένη και οργανωμένη από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 μέχρι και το τέλος του Αγώνα. Ανήκε στην περιφέρεια της Πάνω Ρίζας της Επαρχίας του Μυστρά (Λακεδαίμονος), η οποία περιελάμβανε τα χωριά βορείως του Μυστρά και επί της ανατολικής πλευράς του Ταϋγέτου. Ενταγμένοι στο καπετανιλίκι του Γεωργιτσίου και υπό τις εντολές των οπλαρχηγών Παναγιώτη Παπαθανασόπουλου (Γεωργιτσάνου) και Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά), οι καπεταναίοι της Αλευρούς, Γεωργάκης Μπαλιώτης, Παπα-Θανάσης Σταφίδας (Παπασταφίδας), Αντώνιος Αναγνωστόπουλος (Καλότυχος) και άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, ως επικεφαλής μικρών ή μεγάλων ομάδων συγγενών ή συγχωριανών τους, πολέμησαν στις μάχες της Βλαχοκερασιάς, του Βαλτετσίου, των Δολιανών, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στα Δερβενάκια και σε μάχες εναντίον του Ιμπραήμ. Στην μάχη του Πέτα η Αλευρού έλαβε μέρος με 12 πολεμιστές και ήταν το τρίτο χωριό σε αριθμό συμμετασχόντων. (Πρώτο το Γεωργίτσι με 50 άνδρες και δεύτερο ο Λογγανίκος με 15).
Μετά την απελευθέρωση ο βασιλιάς Όθων κατά την περιοδεία του στην Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1833, επισκέφτηκε και την Αλευριανή, όπως την έγραψαν στο ημερολόγιο της περιοδείας. Οι κάτοικοι με επικεφαλής τον Προεστό τον υποδέχτηκαν και του πρόσφεραν λουκούμι και νερό «και η Α.Μ. ηυδόκησε και το απεδέχθη» (ημερολόγιο περιοδείας).
Το όνομα Αλευρού
Η Αλευρού, ήταν άριστα προετοιμασμένη και οργανωμένη από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 μέχρι και το τέλος του Αγώνα. Ανήκε στην περιφέρεια της Πάνω Ρίζας της Επαρχίας του Μυστρά (Λακεδαίμονος), η οποία περιελάμβανε τα χωριά βορείως του Μυστρά και επί της ανατολικής πλευράς του Ταϋγέτου. Ενταγμένοι στο καπετανιλίκι του Γεωργιτσίου και υπό τις εντολές των οπλαρχηγών Παναγιώτη Παπαθανασόπουλου (Γεωργιτσάνου) και Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά), οι καπεταναίοι της Αλευρούς, Γεωργάκης Μπαλιώτης, Παπα-Θανάσης Σταφίδας (Παπασταφίδας), Αντώνιος Αναγνωστόπουλος (Καλότυχος) και άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, ως επικεφαλής μικρών ή μεγάλων ομάδων συγγενών ή συγχωριανών τους, πολέμησαν στις μάχες της Βλαχοκερασιάς, του Βαλτετσίου, των Δολιανών, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στα Δερβενάκια και σε μάχες εναντίον του Ιμπραήμ. Στην μάχη του Πέτα η Αλευρού έλαβε μέρος με 12 πολεμιστές και ήταν το τρίτο χωριό σε αριθμό συμμετασχόντων. (Πρώτο το Γεωργίτσι με 50 άνδρες και δεύτερο ο Λογγανίκος με 15).
Μετά την απελευθέρωση ο βασιλιάς Όθων κατά την περιοδεία του στην Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1833, επισκέφτηκε και την Αλευριανή, όπως την έγραψαν στο ημερολόγιο της περιοδείας. Οι κάτοικοι με επικεφαλής τον Προεστό τον υποδέχτηκαν και του πρόσφεραν λουκούμι και νερό «και η Α.Μ. ηυδόκησε και το απεδέχθη» (ημερολόγιο περιοδείας).
Το όνομα Αλευρού
Στην περιοχή της νέας Παλαιοχώρας (σημερινής Αλευρούς) υπήρχαν υδρόμυλοι, που καθένας τους λειτουργούσε με το νερό του προηγούμενου. Τους μύλους αυτούς τους όριζαν οι Παλαιοχωρίτες. Ο κυριότερος από τους μύλους αυτούς ανήκε σε μια Παλαιοχωρίτισσα, που ήτανε πάντα πατόκορφα αλευρωμένη. Οι πελάτες και οι κάτοικοι την γνώριζαν, την προσφωνούσαν και την αναζητούσαν ως αλευρού. Από το πολύ της επανάληψης, η μυλωνού μετονομάστηκε σε Αλευρού και μαζί της με τον καιρό, έγινε και η Παλαιοχώρα Αλευρού.
Οι κάτοικοι
Οι κάτοικοι
Σήμερα έχουν μείνει 87 ψυχές. Στη δεκαετία του ’50 έφθαναν τους 550 και στα 1900 τους 650. Στον αγώνα του 1821 υπολογίζεται (αρχεία δεν υπάρχουν για τότε) ότι οι κάτοικοι ήταν αρκετά λιγότεροι, ίσως μόλις 100. Η επέκταση και πυκνότερη οικοδόμηση της Αλευρούς άρχισε μετά το 1870. Οι περισσότερες οικοδομές έγιναν στην 15ετία 1885-1900 με την αρχιτεκτονική της τότε εποχής. Μήκος κατοικίας 10,40 μ, πλάτος 6,20μ, πλάτος τοίχου 0,70μ, με δύο ορόφους, με καμάρα τα περισσότερα και ακριβότερα, με αγκωνάρια ή μάρμαρα στις γωνίες και μάρμαρα στα τοξωτά υπέρθυρα και παράθυρα. Ο πρώτος όροφος (ισόγειο) ενιαίος και ο δεύτερος με μικρό χώλ, χειμωνιάτικο (όπου ήταν το τζάκι), κρεβατοκάμαρα μικρή και το σαλόνι. Στην δεκαετία 1887-1897 οικοδομήθηκε, στον χώρο του παλιού, μικρού ναού, ο ναός του Πολιούχου Αγίου Γεωργίου, με εξαίρετη τεχνική, σε απλό βυζαντινό ρυθμό. Τα μάρμαρα τα φέρανε «ζαλιά» γυναίκες κι άνδρες του χωριού από τον Κάρδαρη και τις χαράδρες του, περνώντας από δρομάκια που είχαν χαράξει με τα πατήματα και περάσματά τους τα αγριόγιδα του βουνού. Την εποχή αυτή εγκαταστάθηκαν, παντρεύτηκαν και ενσωματώθηκαν στο χωριό και αρκετοί από τους μαστοράδες της οικοδομής των «συναφιών» των Καλαβρύτων Αχαϊας των Λαγκαδίων Γορτυνίας και απ΄ αλλού.
Φιλοξενία: Οι Αλευρίτες διακρίνονταν για τα φιλόξενα αισθήματά τους. Μέχρι και αρκετά μετά την καμπή του αιώνα που αφήσαμε, το χωριό αυτό αποτελούσε σίγουρο και ευχάριστο κατάλυμα σε κάθε περαστικό και επισκέπτη. Αλλά και σήμερα, που τα μέσα συγκοινωνίας, δημόσια και ιδιωτικά, αλλά και οι δυνατότητες οι οικονομικές άλλαξαν ριζικά την ζωή στο θέμα αυτό, όπου χρειαστεί, το χωριό δείχνει πως η πατροπαράδοτη φιλοξενία δεν εξέλιπε. Στους μαστόρους, για παράδειγμα, που τοποθέτησαν τις πλάκες στην πλατεία του Αη-Γιώργη, εξασφάλισαν ύπνο και πρόσφεραν φαγητό εκ περιτροπής οι γυναίκες του χωριού για όσο διάστημα χρειάστηκε (ένα 15θήμερο περίπου).
Σεβασμός στην ξένη ιδιοκτησία: Στα τελευταία σαράντα χρόνια δεν έχει παρατηρηθεί φαινόμενο έστω και μικροκλοπής. Οτιδήποτε αντικείμενο, μικρής ή μεγάλης αξίας, αφήνεται έξω από το σπίτι ή στο χωράφι ή στον δρόμο και ουδείς διανοείται ότι μπορεί να χαθεί (να κλαπεί).
Συμμετοχή στα κοινά έργα: Η συμμετοχή των Αλευριτών σε έργα που αφορούν τον χώρο τους και όχι μόνο, αποτελεί γνώρισμα που τους διακρίνει από την γύρω περιοχή. Οι ανεγέρσεις των εκκλησιών τους, οι πλακοστρώσεις και τσιμεντοστρώσεις των δαπέδων και προαυλίων τους, οι συντηρήσεις και ανακαινίσεις των ναών αυτών, γίνονταν και γίνονται με προσφορές χρημάτων των εντός και εκτός Αλευρούς Αλευριτών και ολοπρόθυμη προσωπική εργασία των ολίγων μόνιμων κατοίκων. Αλλά και το εξαίρετο κτίριο του Σχολείου του χωριού και το νερό της άρδευσης και οι περισσότεροι δρόμοι και τα καλντερίμια του χωριού μ’ αυτό τον τρόπο έγιναν. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους δωρητές για το Αρσάκειο Αθηνών, στα 1836, μεταξύ των πρώτων καταγράφεται και ο Μπαλιώτης Γεώργιος του Νικολάου, κτηματίας από Αλευρού Λακεδαίμονος με ποσό 4000 δραχμών. Πρόκειται για τον καπετάνιο του ’21, για τον οποίο οι Αλευρίτες έλεγαν «Θεός, Βασιλιάς και Μπαλιώτης».
Πολιτιστικά: Η Αλευρού ήταν ανέκαθεν γνωστή ως το χωριό των καλλιτεχνών και των γλεντζέδων. Οι οργανοπαίχτες της ήταν και πολλοί και ακουστοί και ανανεώνονται από γενιά σε γενιά (κορυφαίος της εποχής του ο Κέκος με το κλαρίνο του). Οι τραγουδιστές άνδρες και γυναίκες επίσης. Στους τακτικούς μεγάλους ετήσιους χορούς, αλλά και στους συχνά-πυκνά εκτάκτους, μετείχαν συφάμελοι οι Αλευρίτες και προσέρχονταν πάντα οι κοντογείτονες. Τραγούδια που συνέθεταν οι Αλευρίτες (κάθε οικογένεια χόρευε με το δικό της τραγούδι) γίνανε και τραγούδια του τόπου. Και σήμερα η παράδοση αναπαραγωγής των οργανοπαικτών παρατηρείται στον ανάλογο βαθμό. Στο διάστημα πάντως του μεσοπολέμου σε κάθε σπίτι θα έπαιζε και κάποιος ή κλαρίνο, ή λαούτο, ή βιολί ή μαντολίνο ή φλογέρα. Διαβάστε περισσότερα
Συμμετοχή στα κοινά έργα: Η συμμετοχή των Αλευριτών σε έργα που αφορούν τον χώρο τους και όχι μόνο, αποτελεί γνώρισμα που τους διακρίνει από την γύρω περιοχή. Οι ανεγέρσεις των εκκλησιών τους, οι πλακοστρώσεις και τσιμεντοστρώσεις των δαπέδων και προαυλίων τους, οι συντηρήσεις και ανακαινίσεις των ναών αυτών, γίνονταν και γίνονται με προσφορές χρημάτων των εντός και εκτός Αλευρούς Αλευριτών και ολοπρόθυμη προσωπική εργασία των ολίγων μόνιμων κατοίκων. Αλλά και το εξαίρετο κτίριο του Σχολείου του χωριού και το νερό της άρδευσης και οι περισσότεροι δρόμοι και τα καλντερίμια του χωριού μ’ αυτό τον τρόπο έγιναν. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους δωρητές για το Αρσάκειο Αθηνών, στα 1836, μεταξύ των πρώτων καταγράφεται και ο Μπαλιώτης Γεώργιος του Νικολάου, κτηματίας από Αλευρού Λακεδαίμονος με ποσό 4000 δραχμών. Πρόκειται για τον καπετάνιο του ’21, για τον οποίο οι Αλευρίτες έλεγαν «Θεός, Βασιλιάς και Μπαλιώτης».
Πολιτιστικά: Η Αλευρού ήταν ανέκαθεν γνωστή ως το χωριό των καλλιτεχνών και των γλεντζέδων. Οι οργανοπαίχτες της ήταν και πολλοί και ακουστοί και ανανεώνονται από γενιά σε γενιά (κορυφαίος της εποχής του ο Κέκος με το κλαρίνο του). Οι τραγουδιστές άνδρες και γυναίκες επίσης. Στους τακτικούς μεγάλους ετήσιους χορούς, αλλά και στους συχνά-πυκνά εκτάκτους, μετείχαν συφάμελοι οι Αλευρίτες και προσέρχονταν πάντα οι κοντογείτονες. Τραγούδια που συνέθεταν οι Αλευρίτες (κάθε οικογένεια χόρευε με το δικό της τραγούδι) γίνανε και τραγούδια του τόπου. Και σήμερα η παράδοση αναπαραγωγής των οργανοπαικτών παρατηρείται στον ανάλογο βαθμό. Στο διάστημα πάντως του μεσοπολέμου σε κάθε σπίτι θα έπαιζε και κάποιος ή κλαρίνο, ή λαούτο, ή βιολί ή μαντολίνο ή φλογέρα. Διαβάστε περισσότερα
Σαν επίλογος
Οι λίγοι Αλευρίτες που παραμένουν στο χωριό και οι περισσότεροι που λείπουν στην άλλη Ελλάδα και στα ξένα, αγαπάνε ιδιαίτερα την Αλευρού, την σέβονται, την στηρίζουν έμπρακτα, την επισκέπτονται και την τιμούν. Οι εδώ, μόνιμα παραμένοντες, έχουν οργανώσει την ζωή τους κατά τρόπο αξιοπρεπή και δημιουργικό. Έχουν ανακαινίσει τις κατοικίες τους και το περιβάλλον του χωριού έτσι, που εντυπωσιάζει τους επισκέπτες και ελκύει ξένους. Οι του εξωτερικού Αλευρίτες έχουν ενσωματωθεί με επιτυχία στις χώρες που διαμένουν, διαπρέπουν στις εργασίες και επιχειρήσεις, πολλών δε τα παιδιά κατέχουν δημόσιες θέσεις ή είναι επιστήμονες. Οι του εσωτερικού, τέλος, κι εκτός Αλευρούς διαμένοντες Αλευρίτες στην μεγάλη τους πλειονότητα είναι καταξιωμένοι κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά. Οι Γιατροί, οι Δικηγόροι, οι Δικαστικοί, οι Εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, οι ανώτεροι Δημόσιοι Υπάλληλοι, οι Αξιωματικοί του Στρατού και Ανώτατοι Αξιωματικοί της Αστυνομίας Αλευρίτες, συνθέτουν και συμπληρώνουν την εικόνα του δυναμικού μικρού και όμορφου χωριού, της Αλευρούς.
ΠΗΓΕΣ
1. Η Αλευρού - Γεωργίου Πατσατζή, Επιτίμου Παρέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Εφημερίδα "Γεωργιτσιάνικα Νέα" 2001
2. Η Σπάρτη και η Λακεδαίμων - Διονυσίου Ι. Σιγαλού, Αθήνα 1963
3. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό - Εκδοτική Αθηνών
Η αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο με τοποθέτηση ενεργού συνδέσμου (link).