23.03.2011
Διαβάστε την ομιλία του κου Δημήτρη Σπαντίδου, καθηγητού Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που εκφώνησε στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 2011.
Σεβασμιότατε
Κύριε Περιφεριάρχα Πελ/νήσου
Κύριοι Βουλευτές
Κυρία Αντιπεριφεριάρχα
Κύριοι Δήμαρχοι
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι
Αγαπητοί Συμπατριώτες
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε τους ένδοξους προγόνους μας που χάρη στις θυσίες τους είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Ακόμα είμαστε εδώ για να γιορτάσουμε αυτή την επέτειο αλλά και για να αναλογισθούμε την ιστορική μας κληρονομιά και το χρέος μας στην Πατρίδα. Αποτελεί για μένα εξαιρετική τιμή να είμαι ομιλητής στο σημερινό πανηγυρικό εορτασμό και ευχαριστώ τον Δήμαρχο κ. Πέτρο Ανδρεάκο και τους συνεργάτες του στον Δήμο Ανατολικής Μάνης για την πρότασή τους αυτή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός για τους σύγχρονους Έλληνες είναι η Επανάσταση του 1821.
Το 1821 είναι δίχως καμία αμφισβήτηση ως τώρα η πιο θαυμαστή και συγκλονιστική εποποιία της ελληνικής φυλής και είναι ακόμη το ξεκίνημα της νεότερης ιστορίας του Έθνους μας, ένα ξεκίνημα που γράφτηκε με ολοκαυτώματα, αίμα, δάκρυα και πόνο. Η Ανατολική Μάνη αλλά και η Δυτική Μάνη έχουν το μεγάλο προνόμιο να σφιχταγκαλιάζουν ένα μεγάλο μέρος του πιο όμορφου βουνού της Ελλάδος, όπως έχει χαρακτηριστεί από τους επίσημους ξεναγούς, τον Ταΰγετο.
Αυτό το «αρσενικό βουνό», όπως το έχει αποκαλέσει ο ποιητής Κώστας Ουράνης, είχε το προνόμιο, χάριν των Μανιατών, να μένει στις πλαγιές του άσβεστη η φλόγα της ελευθερίας τα χρόνια του Οθωμανικού ζυγού. Κι ύστερα είχε και το άλλο, το διπλό προνόμιο, να είναι ορμητήριο αγωνιστών, αλλά και καταφύγιο κατατρεγμένων.
Δεκάδες Καπεταναίων και Οπλαρχηγών, από τον Λάμπρο Κατσώνη και τον Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη μέχρι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, βρήκαν απάγγειο στη Μάνη. Πολύ πιο σημαντικό, βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες λαού από την Πελοπόννησο και την Κρήτη σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Για αυτό και λίγο πριν την Επανάσταση η Μάνη είχε αναλογικά με το γεωγραφικό μέγεθός της, αν και άγονη, τον μεγαλύτερο πληθυσμό.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε προεπαναστατικά είναι και η επιστολή του Γιαννάκη Χιόνη το 1835, που βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους: «Επί της καταδυναστείας των Οθωμανών εις το χωρίον μας Αλευρού της Λακεδαίμονος Τούρκοι έρριψαν επί φθόνον όμμα εις τα κτήματά μας και συκοφαντήσαντές μας εις τους κρατούντας, μάς εφυλάκωσαν εις Σπάρτην, τον πατέρα μου, θείον μου Σαράντο και υιόν του Ηλίαν και μας ηπείλουν ή να δεχθώμεν την Μωαμεθανικήν θρησκείαν ή να φονευθόμεν. Ως εκ θαύματος δε ευκολυνθέντες εδραπετεύσαμεν εις Μάνην και διετηρήσαμεν το πάτριον δόγμα και την φυσικήν ύπαρξιν, αλλά δυστυχούντες διότι οι Μουσουλμάνοι κατέσχον την ιδιοκτησία μας ηναγκάσθημεν κρυφίως να μεταβόμεν εις χωρίον Λογγάστραν όθεν επροχωρήσαμε και έως εις το χωρίον μας, Αλευρού, αλλ’ επροδόθημεν εκεί παρ’ ελπίδαν και μόλις εγώ μόνος διεσώθην, ο δε πατήρ μου και λοιποί οικείοι έγιναν θύματα 2 της θηριώδους πλεονεξίας των Αγαρινών. Δυστυχέστατον ον έτρεχον τήδε κακείσε προ της Επαναστάσεως, στερημένος τους οικείους και την πατρικήν μου ουσίαν και μη τολμών να εμφανισθώ εις την πατρίδαν μου διότι επρόκειτο ή το δόγμα να αλλάξω ή το ζην να εκμετρήσω».
Αυτά συνέβαιναν στις πλαγιές του βόρειου Ταΰγετου δηλαδή στην εξώπορτα της Μάνης. Σκεφθείτε τι συνθήκες επικρατούσαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί ότι οι Τούρκοι ήταν καλοί και ανεκτικοί απέναντι των σκλαβωμένων Ελλήνων, επιστολές σαν την ανωτέρω καταρρίπτουν αυτήν τη λογική.
Στην αδούλωτη και ηρωική Μάνη, που έμεινε πάντα ελεύθερη, βρίσκει κανείς τη συνέχεια από την Αρχαία Ελλάδα, γι’ αυτό και οι Μανιάτες την εποχή της Επανάστασης, θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους των αρχαίων Σπαρτιατών και ονόμαζαν τους εαυτούς τους Σπαρτιάτες και τη Μάνη Σπάρτη. Ο Ρήγας Φεραίος έχοντας συναίσθηση του ρόλου των Μανιατών σε μία προσδοκώμενη επανάσταση, τους κάλεσε με τον Θούριό του σε ξεσηκωμό: «Μανιάτες και Σουλιώτες, λιοντάρια ξακουστά, ως πότε στις σπηλαιές σας, κοιμάστε σφαλιστά».
Στον Αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία, η συμμετοχή της Μάνης θεωρείτο απαραίτητη, γιατί αξίες όπως η ελευθερία, η φιλοπατρία, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η τιμή και η ανδρεία, ήταν κοινά χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Έτσι, το 1818, φτάνει από την Οδησσό στις Κιτριές της Δ. Μάνης ο Φιλικός Ηλίας Χρυσοσπάθης, γόνος παλαιάς Μανιάτικης οικογένειας και μυεί τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Φιλική Εταιρεία.
Λίγο αργότερα, το 1819, έρχεται ο Χριστόφορος Περραιβός, απεσταλμένος πάλι της Φιλικής Εταιρείας και υπογράφεται η «Πατριωτική Συνθήκη» στις Κιτριές, μεταξύ των επιφανέστερων ηγετών των Μανιατών, Μαυρομιχάλη, Γρηγοράκη και Τρουπάκη, που εξασφαλίζει την καθολική συμμετοχή των Μανιατών στον επερχόμενο επαναστατικό αγώνα.
Αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1821, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στην Αρεόπολη, οι Μανιάτες κήρυξαν επίσημα την Επανάσταση και ύψωσαν το δικό τους λάβαρο με τις λέξεις «Νίκη ή Θάνατος» και «ταν ή επί τας».
Στη Μάνη η ελευθερία ήταν δεδομένη και το ζητούμενο ήταν η νίκη για να ελευθερωθούν και οι υπόλοιποι Έλληνες.
Στη συνέχεια χωρίζονται σε δύο τμήματα. Οι μεν με αρχηγούς τον γιο του Πετρόμπεη Γιωργάκη, τον αδελφό του Κυριακούλη και τον Γεώργιο Τζανετάκη- Γρηγοράκη, εκδιώκουν τους Βαρδουνιώτες Τούρκους και συνενώνονται με τους αγωνιστές της Επάνω Ρίζας του Ταΰγετου, καταλαμβάνουν τον Μυστρά και στη συνέχεια πολιορκούν τη Μονεμβασία. Οι δε της Δ. Μάνης, με αρχηγό τον Πετρόμπεη, ενώνονται στην Καρδαμύλη με νέα τμήματα των οπλαρχηγών Μούρτζινου, Καπετανάκη και Τρουπάκη. Εκεί τους βρίσκει και ο Κολοκοτρώνης. Και στις 23 Μάρτη εισέρχονται όλοι μαζί απελευθερωτές στην Καλαμάτα. Παράλληλα και μετά από συντονισμό, μπαίνουν στην Καλαμάτα και τα σώματα των Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Νικηταρά και Παπαφλέσσα, από τον βόρειο Ταΰγετο.
Στις 24 Μαρτίου, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, συντάσσεται προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές το πρώτο διπλωματικό έγγραφο της Επανάστασης με τον τίτλο «Προειδοποίησις» ως διακήρυξη από μέρους του Πετρόμπεη και της Μεσσηνιακής πλέον Γερουσίας, που καταλήγει: «απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν», που υπογράφει ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού.
Οι εξελίξεις στη συνέχεια είναι ραγδαίες. Η πρώτη σφοδρή μάχη δίνεται από τους Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία, γιο του Πετρόμπεη, στη γέφυρα του Αγίου Αθανασίου στον Αλφειό ποταμό παρά την Καρύταινα στις 27 Μαρτίου εναντίον των Τούρκων. Κι ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες, μόλις αντιλήφθησαν την πλειοψηφία των Τούρκων λιποτάχτησαν, οι Μανιάτες έμειναν εκεί και ενίκησαν τους Τούρκους.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν μαζί με τους Μανιάτες, λέει στα Απομνημονεύματά του: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμον, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: τριακόσιοι ήταν οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι».
Συνολικά οι Μανιάτες συμμετείχαν σε περισσότερες από 100 μάχες εναντίον των Τούρκων και σε όλες διακρίθηκαν. Σε μερικές μάλιστα συνέβαλαν καθοριστικά στην νικηφόρα εξέλιξή τους.
Σε μία από τις πλέον σημαντικές μάχες του αγώνα, αυτή του Βαλτετσίου τον Μάιο του 1821 με αρχηγούς τον Χριστόμορφο Ηλία και τον πολέμαρχο θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη των Ελλήνων. Οι Μανιάτες δεν έλειψαν ούτε από τη Μάχη των Βερβαίνων και την άλωση της Τριπολιτσάς ούτε και από τις πολιορκίες των κάστρων της Μεθώνης, της Κορώνης, του Ναυαρίνου, του Άργους, του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Πάτρας. Ακόμη πολέμησαν στην Εύβοια, όπου θυσιάστηκε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης στα Στείρα και στην Ήπειρο σκοτώθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης στη Σπλάντζα για να βοηθήσει τους Σουλιώτες που σε ανάμνηση της ανδρείας του τον αναφέρει στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, που έθαψαν το πτώμα του, έδωσαν το όνομά του σε μία από τις ηρωικές ντάπιες του. Οι ακόλουθοι στίχοι εκφράζουν παραστατικά όσα συνέβησαν.
Τις σημαντικότερες όμως μάχες έδωσαν με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στις παρυφές της Μάνης όπου σύσσωμος ο λαός της συμμετείχε.
Έτσι, όταν πριν τη μάχη της Βέργας στις 22-26 Ιουνίου 1826, ο Ιμπραήμ έστειλε ένα τελεσίγραφο στον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, με το οποίο τον διέτασσε να προσέλθει εντός 10 ημερών μαζί με όλους τους προκρίτους της Μάνης να τον προσκυνήσει, αλλιώς θα κυριεύσει και θα αφανίσει τη Μάνη, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης του απάντησε: «Ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδωμεν να μας φοβερίζεις ότι αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτες και την Μάνη. Διά τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις».
Αλλά και η απόπειρα του Ιμπραήμ να εισβάλλει στη Μάνη από τον Διρό στις 23 Ιουνίου, ταυτόχρονα με τη μάχη της Βέργας, απέτυχε όταν οι εναπομείναντες ασπρομάλληδες γέροι και γυναικόπαιδα τους επιτέθηκαν με δρεπάνια θερισμού και πέτρες και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια απεγνωσμένοι. Ακόμα, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στην τριήμερη φοβερή μάχη του Πολυαράβου στις 25- 27 Ιουλίου 1826, που υπήρξε το Βατερλό του Ιμπραήμ (του Ναπολέοντα της Ανατολικής Μεσογείου, όπως τον αποκαλούσαν οι ξένοι). Επειδή όμως στην καθοριστικής σημασίας μάχη για την κυριαρχία της Μάνης δεν συμμετείχαν μεγάλα ονόματα οπλαρχηγών, αλλά σύσσωμος ο απλός λαός της Ανατολικής Μάνης με τους μικρο- καπετάνιους του, δεν δόθηκε ποτέ από τους ιστορικούς η δέουσα σημασία.
Δεν υπάρχει χρόνος για να αναφερθώ στις θυσίες των Μανιατών στο Μανιάκι και το Μεσολόγγι αλλά και τη συμβολή τους στα Δερβενάκια και αλλού.
Ωστόσο, οι Μανιάτες ό,τι έκαναν το έκαναν πρωτίστως για την Πατρίδα και την Ιστορία. Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού ήταν η πράξη του μεγάλου πολεμιστή και καπετάνιου από το Οίτυλο, Ηλία Τσαλαφατινού, που έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες του Αγώνα. Η Πατρίδα, το 1823, σαν ανταμοιβή για τους αγώνες του, τού πρόσφερε τον βαθμό του αντιστράτηγου και 2000 γρόσια. Ο Τσαλαφατινός δεν τα αποδέχτηκε με τη λογική ότι για μεν τον βαθμό πρέπει να κριθούν όλοι μετά το τέλος του αγώνα, για δε τα γρόσια, είπε, ότι μπορεί αυτός να ήταν φτωχός και να χρειαζόταν τα χρήματα, όμως αυτά τα είχε περισσότερο ανάγκη η Ελλάδα για τον αγώνα.
Ο υπέρ πατρίδος αγώνας εστοίχισε στη Μάνη χιλιάδες πολεμιστών, μεταξύ των οποίων πολλούς καπεταναίους. Ο ελληνικής καταγωγής Κωνσταντίνος Βασίλι, γραμματέας του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, περιγράφει την επίσκεψή του στο Λιμένι της Μάνης το 1831 ως ακολούθως: «Με υποδέχτηκε η μητέρα του γερο-Πετρόμπεη ανάμεσα στον πολυάριθμο κύκλο της οικογένειάς της. Ήταν περίπου εκατό χρονών, όμως σε πλήρη υγεία και στητό παράστημα, όπως πρέπει να είναι μια Σπαρτιάτισσα. […] Μετά απαρίθμησε το πόσους γιους, εγγονούς και ανιψιούς της πήρε ο εθνικός πόλεμος – ήταν τριάντα τρεις. Όταν οι γιοι και οι συγγενείς της άρχισαν να την παρακαλούν να σταματήσει αυτήν την κουβέντα για να μάθουν τί θέλει ο ναύαρχός μας, τους απάντησε ότι πρέπει να πει τα πάντα στους Ρώσους, ότι θυμάται ακόμη τον κόμητα Ορλόφ και τα δάκρυα που έχυσε όταν είδε για πρώτη φορά την ορθόδοξη σημαία στις ακτές της Σπάρτης, ότι φυλάει μαζί με την οικογενειακή της εικόνα και το ευμενέστατο έγγραφο της αυτοκράτειρας Αικατερίνης».
Συγκινητική αλλά και υπόδειγμα ήθους και πατριωτισμού είναι η Πολιτική Διαθήκη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με απόσπασμα της οποίας θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου:
«Ευτυχής και μακάριος όστις έλαβε την τύχη να είναι υιός σου, ευδαίμων όστις πιστός εξεπλήρωσε το οφειλόμενον χρέος προς σε Πατρίς μου».
Δημήτριος Α. Σπαντίδος
Καθηγητής Ιατρικής Παν/μιου Κρήτης
Πηγή: ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΚΟΜΒΟΣ ΜΑΝΗΣ
Διαβάστε την ομιλία του κου Δημήτρη Σπαντίδου, καθηγητού Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που εκφώνησε στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 2011.
Σεβασμιότατε
Κύριε Περιφεριάρχα Πελ/νήσου
Κύριοι Βουλευτές
Κυρία Αντιπεριφεριάρχα
Κύριοι Δήμαρχοι
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι
Αγαπητοί Συμπατριώτες
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε τους ένδοξους προγόνους μας που χάρη στις θυσίες τους είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Ακόμα είμαστε εδώ για να γιορτάσουμε αυτή την επέτειο αλλά και για να αναλογισθούμε την ιστορική μας κληρονομιά και το χρέος μας στην Πατρίδα. Αποτελεί για μένα εξαιρετική τιμή να είμαι ομιλητής στο σημερινό πανηγυρικό εορτασμό και ευχαριστώ τον Δήμαρχο κ. Πέτρο Ανδρεάκο και τους συνεργάτες του στον Δήμο Ανατολικής Μάνης για την πρότασή τους αυτή.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός για τους σύγχρονους Έλληνες είναι η Επανάσταση του 1821.
Το 1821 είναι δίχως καμία αμφισβήτηση ως τώρα η πιο θαυμαστή και συγκλονιστική εποποιία της ελληνικής φυλής και είναι ακόμη το ξεκίνημα της νεότερης ιστορίας του Έθνους μας, ένα ξεκίνημα που γράφτηκε με ολοκαυτώματα, αίμα, δάκρυα και πόνο. Η Ανατολική Μάνη αλλά και η Δυτική Μάνη έχουν το μεγάλο προνόμιο να σφιχταγκαλιάζουν ένα μεγάλο μέρος του πιο όμορφου βουνού της Ελλάδος, όπως έχει χαρακτηριστεί από τους επίσημους ξεναγούς, τον Ταΰγετο.
Αυτό το «αρσενικό βουνό», όπως το έχει αποκαλέσει ο ποιητής Κώστας Ουράνης, είχε το προνόμιο, χάριν των Μανιατών, να μένει στις πλαγιές του άσβεστη η φλόγα της ελευθερίας τα χρόνια του Οθωμανικού ζυγού. Κι ύστερα είχε και το άλλο, το διπλό προνόμιο, να είναι ορμητήριο αγωνιστών, αλλά και καταφύγιο κατατρεγμένων.
Δεκάδες Καπεταναίων και Οπλαρχηγών, από τον Λάμπρο Κατσώνη και τον Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη μέχρι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, βρήκαν απάγγειο στη Μάνη. Πολύ πιο σημαντικό, βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες λαού από την Πελοπόννησο και την Κρήτη σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Για αυτό και λίγο πριν την Επανάσταση η Μάνη είχε αναλογικά με το γεωγραφικό μέγεθός της, αν και άγονη, τον μεγαλύτερο πληθυσμό.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε προεπαναστατικά είναι και η επιστολή του Γιαννάκη Χιόνη το 1835, που βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους: «Επί της καταδυναστείας των Οθωμανών εις το χωρίον μας Αλευρού της Λακεδαίμονος Τούρκοι έρριψαν επί φθόνον όμμα εις τα κτήματά μας και συκοφαντήσαντές μας εις τους κρατούντας, μάς εφυλάκωσαν εις Σπάρτην, τον πατέρα μου, θείον μου Σαράντο και υιόν του Ηλίαν και μας ηπείλουν ή να δεχθώμεν την Μωαμεθανικήν θρησκείαν ή να φονευθόμεν. Ως εκ θαύματος δε ευκολυνθέντες εδραπετεύσαμεν εις Μάνην και διετηρήσαμεν το πάτριον δόγμα και την φυσικήν ύπαρξιν, αλλά δυστυχούντες διότι οι Μουσουλμάνοι κατέσχον την ιδιοκτησία μας ηναγκάσθημεν κρυφίως να μεταβόμεν εις χωρίον Λογγάστραν όθεν επροχωρήσαμε και έως εις το χωρίον μας, Αλευρού, αλλ’ επροδόθημεν εκεί παρ’ ελπίδαν και μόλις εγώ μόνος διεσώθην, ο δε πατήρ μου και λοιποί οικείοι έγιναν θύματα 2 της θηριώδους πλεονεξίας των Αγαρινών. Δυστυχέστατον ον έτρεχον τήδε κακείσε προ της Επαναστάσεως, στερημένος τους οικείους και την πατρικήν μου ουσίαν και μη τολμών να εμφανισθώ εις την πατρίδαν μου διότι επρόκειτο ή το δόγμα να αλλάξω ή το ζην να εκμετρήσω».
Αυτά συνέβαιναν στις πλαγιές του βόρειου Ταΰγετου δηλαδή στην εξώπορτα της Μάνης. Σκεφθείτε τι συνθήκες επικρατούσαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί ότι οι Τούρκοι ήταν καλοί και ανεκτικοί απέναντι των σκλαβωμένων Ελλήνων, επιστολές σαν την ανωτέρω καταρρίπτουν αυτήν τη λογική.
Στην αδούλωτη και ηρωική Μάνη, που έμεινε πάντα ελεύθερη, βρίσκει κανείς τη συνέχεια από την Αρχαία Ελλάδα, γι’ αυτό και οι Μανιάτες την εποχή της Επανάστασης, θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους των αρχαίων Σπαρτιατών και ονόμαζαν τους εαυτούς τους Σπαρτιάτες και τη Μάνη Σπάρτη. Ο Ρήγας Φεραίος έχοντας συναίσθηση του ρόλου των Μανιατών σε μία προσδοκώμενη επανάσταση, τους κάλεσε με τον Θούριό του σε ξεσηκωμό: «Μανιάτες και Σουλιώτες, λιοντάρια ξακουστά, ως πότε στις σπηλαιές σας, κοιμάστε σφαλιστά».
Στον Αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία, η συμμετοχή της Μάνης θεωρείτο απαραίτητη, γιατί αξίες όπως η ελευθερία, η φιλοπατρία, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η τιμή και η ανδρεία, ήταν κοινά χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Έτσι, το 1818, φτάνει από την Οδησσό στις Κιτριές της Δ. Μάνης ο Φιλικός Ηλίας Χρυσοσπάθης, γόνος παλαιάς Μανιάτικης οικογένειας και μυεί τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Φιλική Εταιρεία.
Λίγο αργότερα, το 1819, έρχεται ο Χριστόφορος Περραιβός, απεσταλμένος πάλι της Φιλικής Εταιρείας και υπογράφεται η «Πατριωτική Συνθήκη» στις Κιτριές, μεταξύ των επιφανέστερων ηγετών των Μανιατών, Μαυρομιχάλη, Γρηγοράκη και Τρουπάκη, που εξασφαλίζει την καθολική συμμετοχή των Μανιατών στον επερχόμενο επαναστατικό αγώνα.
Αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1821, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στην Αρεόπολη, οι Μανιάτες κήρυξαν επίσημα την Επανάσταση και ύψωσαν το δικό τους λάβαρο με τις λέξεις «Νίκη ή Θάνατος» και «ταν ή επί τας».
Στη Μάνη η ελευθερία ήταν δεδομένη και το ζητούμενο ήταν η νίκη για να ελευθερωθούν και οι υπόλοιποι Έλληνες.
Στη συνέχεια χωρίζονται σε δύο τμήματα. Οι μεν με αρχηγούς τον γιο του Πετρόμπεη Γιωργάκη, τον αδελφό του Κυριακούλη και τον Γεώργιο Τζανετάκη- Γρηγοράκη, εκδιώκουν τους Βαρδουνιώτες Τούρκους και συνενώνονται με τους αγωνιστές της Επάνω Ρίζας του Ταΰγετου, καταλαμβάνουν τον Μυστρά και στη συνέχεια πολιορκούν τη Μονεμβασία. Οι δε της Δ. Μάνης, με αρχηγό τον Πετρόμπεη, ενώνονται στην Καρδαμύλη με νέα τμήματα των οπλαρχηγών Μούρτζινου, Καπετανάκη και Τρουπάκη. Εκεί τους βρίσκει και ο Κολοκοτρώνης. Και στις 23 Μάρτη εισέρχονται όλοι μαζί απελευθερωτές στην Καλαμάτα. Παράλληλα και μετά από συντονισμό, μπαίνουν στην Καλαμάτα και τα σώματα των Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Νικηταρά και Παπαφλέσσα, από τον βόρειο Ταΰγετο.
Στις 24 Μαρτίου, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Καλαμάτα, συντάσσεται προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές το πρώτο διπλωματικό έγγραφο της Επανάστασης με τον τίτλο «Προειδοποίησις» ως διακήρυξη από μέρους του Πετρόμπεη και της Μεσσηνιακής πλέον Γερουσίας, που καταλήγει: «απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν», που υπογράφει ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού.
Οι εξελίξεις στη συνέχεια είναι ραγδαίες. Η πρώτη σφοδρή μάχη δίνεται από τους Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία, γιο του Πετρόμπεη, στη γέφυρα του Αγίου Αθανασίου στον Αλφειό ποταμό παρά την Καρύταινα στις 27 Μαρτίου εναντίον των Τούρκων. Κι ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες, μόλις αντιλήφθησαν την πλειοψηφία των Τούρκων λιποτάχτησαν, οι Μανιάτες έμειναν εκεί και ενίκησαν τους Τούρκους.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν μαζί με τους Μανιάτες, λέει στα Απομνημονεύματά του: «Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε ένα πόλεμον, που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: τριακόσιοι ήταν οι πρώτοι, χίλιοι εφτακόσιοι οι Τούρκοι».
Συνολικά οι Μανιάτες συμμετείχαν σε περισσότερες από 100 μάχες εναντίον των Τούρκων και σε όλες διακρίθηκαν. Σε μερικές μάλιστα συνέβαλαν καθοριστικά στην νικηφόρα εξέλιξή τους.
Σε μία από τις πλέον σημαντικές μάχες του αγώνα, αυτή του Βαλτετσίου τον Μάιο του 1821 με αρχηγούς τον Χριστόμορφο Ηλία και τον πολέμαρχο θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη των Ελλήνων. Οι Μανιάτες δεν έλειψαν ούτε από τη Μάχη των Βερβαίνων και την άλωση της Τριπολιτσάς ούτε και από τις πολιορκίες των κάστρων της Μεθώνης, της Κορώνης, του Ναυαρίνου, του Άργους, του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Πάτρας. Ακόμη πολέμησαν στην Εύβοια, όπου θυσιάστηκε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης στα Στείρα και στην Ήπειρο σκοτώθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης στη Σπλάντζα για να βοηθήσει τους Σουλιώτες που σε ανάμνηση της ανδρείας του τον αναφέρει στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, που έθαψαν το πτώμα του, έδωσαν το όνομά του σε μία από τις ηρωικές ντάπιες του. Οι ακόλουθοι στίχοι εκφράζουν παραστατικά όσα συνέβησαν.
«Του Κυριακούλη πού 'πεσε στης Σπλάντζας τ΄ ακρογιάλι
την ώρα που η θάλασσα μάχονταν με τους βράχους
και ο Μανιάτης άρχοντας χτυπιόταν με το Χάρο
τον σκότωσε η Αρβανιτιά δέκα χιλιάδες Τούρκοι
τον θρήνησε η Ήπειρος θρήνησαν κι οι Σουλιώτες
τον θάψαν στου Μεσολογγιού τ΄ ανάλαφρο το χώμα
κι΄ εστείλασι έναν αητό στης Μάνης τα χωρία
αητό δικέφαλο χρυσό για να τους το μηνύσει
να συγχαρεί τη μάνα του πούμαθε στα παιδιά της
τι άλλο καλό δεν γίνεται πιο κάλλιο απ΄ τη Λευτεριά»
Τις σημαντικότερες όμως μάχες έδωσαν με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στις παρυφές της Μάνης όπου σύσσωμος ο λαός της συμμετείχε.
Έτσι, όταν πριν τη μάχη της Βέργας στις 22-26 Ιουνίου 1826, ο Ιμπραήμ έστειλε ένα τελεσίγραφο στον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, με το οποίο τον διέτασσε να προσέλθει εντός 10 ημερών μαζί με όλους τους προκρίτους της Μάνης να τον προσκυνήσει, αλλιώς θα κυριεύσει και θα αφανίσει τη Μάνη, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης του απάντησε: «Ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδωμεν να μας φοβερίζεις ότι αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτες και την Μάνη. Διά τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις».
Αλλά και η απόπειρα του Ιμπραήμ να εισβάλλει στη Μάνη από τον Διρό στις 23 Ιουνίου, ταυτόχρονα με τη μάχη της Βέργας, απέτυχε όταν οι εναπομείναντες ασπρομάλληδες γέροι και γυναικόπαιδα τους επιτέθηκαν με δρεπάνια θερισμού και πέτρες και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια απεγνωσμένοι. Ακόμα, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στην τριήμερη φοβερή μάχη του Πολυαράβου στις 25- 27 Ιουλίου 1826, που υπήρξε το Βατερλό του Ιμπραήμ (του Ναπολέοντα της Ανατολικής Μεσογείου, όπως τον αποκαλούσαν οι ξένοι). Επειδή όμως στην καθοριστικής σημασίας μάχη για την κυριαρχία της Μάνης δεν συμμετείχαν μεγάλα ονόματα οπλαρχηγών, αλλά σύσσωμος ο απλός λαός της Ανατολικής Μάνης με τους μικρο- καπετάνιους του, δεν δόθηκε ποτέ από τους ιστορικούς η δέουσα σημασία.
Δεν υπάρχει χρόνος για να αναφερθώ στις θυσίες των Μανιατών στο Μανιάκι και το Μεσολόγγι αλλά και τη συμβολή τους στα Δερβενάκια και αλλού.
Ωστόσο, οι Μανιάτες ό,τι έκαναν το έκαναν πρωτίστως για την Πατρίδα και την Ιστορία. Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού ήταν η πράξη του μεγάλου πολεμιστή και καπετάνιου από το Οίτυλο, Ηλία Τσαλαφατινού, που έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες του Αγώνα. Η Πατρίδα, το 1823, σαν ανταμοιβή για τους αγώνες του, τού πρόσφερε τον βαθμό του αντιστράτηγου και 2000 γρόσια. Ο Τσαλαφατινός δεν τα αποδέχτηκε με τη λογική ότι για μεν τον βαθμό πρέπει να κριθούν όλοι μετά το τέλος του αγώνα, για δε τα γρόσια, είπε, ότι μπορεί αυτός να ήταν φτωχός και να χρειαζόταν τα χρήματα, όμως αυτά τα είχε περισσότερο ανάγκη η Ελλάδα για τον αγώνα.
Ο υπέρ πατρίδος αγώνας εστοίχισε στη Μάνη χιλιάδες πολεμιστών, μεταξύ των οποίων πολλούς καπεταναίους. Ο ελληνικής καταγωγής Κωνσταντίνος Βασίλι, γραμματέας του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, περιγράφει την επίσκεψή του στο Λιμένι της Μάνης το 1831 ως ακολούθως: «Με υποδέχτηκε η μητέρα του γερο-Πετρόμπεη ανάμεσα στον πολυάριθμο κύκλο της οικογένειάς της. Ήταν περίπου εκατό χρονών, όμως σε πλήρη υγεία και στητό παράστημα, όπως πρέπει να είναι μια Σπαρτιάτισσα. […] Μετά απαρίθμησε το πόσους γιους, εγγονούς και ανιψιούς της πήρε ο εθνικός πόλεμος – ήταν τριάντα τρεις. Όταν οι γιοι και οι συγγενείς της άρχισαν να την παρακαλούν να σταματήσει αυτήν την κουβέντα για να μάθουν τί θέλει ο ναύαρχός μας, τους απάντησε ότι πρέπει να πει τα πάντα στους Ρώσους, ότι θυμάται ακόμη τον κόμητα Ορλόφ και τα δάκρυα που έχυσε όταν είδε για πρώτη φορά την ορθόδοξη σημαία στις ακτές της Σπάρτης, ότι φυλάει μαζί με την οικογενειακή της εικόνα και το ευμενέστατο έγγραφο της αυτοκράτειρας Αικατερίνης».
Συγκινητική αλλά και υπόδειγμα ήθους και πατριωτισμού είναι η Πολιτική Διαθήκη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με απόσπασμα της οποίας θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου:
«Ευτυχής και μακάριος όστις έλαβε την τύχη να είναι υιός σου, ευδαίμων όστις πιστός εξεπλήρωσε το οφειλόμενον χρέος προς σε Πατρίς μου».
Δημήτριος Α. Σπαντίδος
Καθηγητής Ιατρικής Παν/μιου Κρήτης
Πηγή: ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΚΟΜΒΟΣ ΜΑΝΗΣ