Ασβεστοκάμινα

Γυρίζοντας πίσω στη δεκαετία του ’70 και ακόμη πιο πριν, θα θυμηθούμε και οι νεότεροι θα ανακαλύψουν επαγγέλματα που η βιομηχανοποίηση, η μαζική παραγωγή και οι χαμηλές τιμές τα έθεσαν στο περιθώριο. Επαγγέλματα που σφράγισαν την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου μας και αποτελούν μέρος ενός πολιτισμού με μακραίωνη παράδοση. Πίσω τους άφησαν μνήμες που εξιστορούνται στις παρέες και στα καφενεία και σε πολλές περιπτώσεις επώνυμα και οικογενειακά ονόματα όπως, Μυλωνάς, Καλατζής, Παπουτσής, Κοφινάς, Ασβεστάς κ.λ.π. Μαρτυρίες της ύπαρξής τους είναι εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα εργαστήρια ή εργαλεία που βρίσκονται σε συλλογές ή εκτίθενται σε μουσεία. Κάποια προσαρμόζονται στα καινούργια δεδομένα και διατηρώντας τα παλιά τους χαρακτηριστικά συνεχίζουν την διαχρονική τους πορεία.

Ένα από αυτά τα επαγγέλματα είναι του ασβεστοποιού με το ασβοστοκάμινο. Από τα χρησιμότερα υλικά ο ασβέστης. Στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν άσβεστος τίτανος (τίτανος= λευκή σκόνη και άσβεστος= ότι αυτή δεν είχε σβήσει) στην πορεία του χρόνου παρέμεινε ως ασβέστης. Στα βυζαντινά χρόνια ονομάζεται και χορήγι, ονομασία που την χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα. Η χρήση του μεγάλη και διαχρονική. Αποτελεί βασικό οικοδομικό υλικό, βάφει, στεγανοποιεί, αποστειρώνει, λιπαίνει την γη, απολυμαίνει σκοτώνοντας μύκητες και μικροοργανισμούς, μέχρι και σαν σκληρυντικό στα γλυκά του κουταλιού χρησιμοποιείται. Το ασβέστωμα των σπιτιών από το 1350 και μετά, γινόταν κυρίως για απολυμαντικούς λόγους σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου και πολλές φορές ήταν και υποχρεωτικό από τις διοικούσες αρχές, επειδή τα παραθαλάσσια μέρη ήταν πιο ευάλωτα στις μολυσματικές ασθένειες, λόγω της υποδοχής καραβιών στα λιμάνια τους. Στην Ελλάδα εφαρμόσθηκε το υποχρεωτικό ασβέστωμα στα χωριά της υπαίθρου για ένα διάστημα επί Μεταξά.

Πλούσιος ο τόπος μας σε πέτρες (ασβεστόπετρες) και θάμνους για την καύση και πολλά τα ασβεστοκάμινα, αφού ο ασβέστης είχε καλή τιμή και απέφερε καλά κέρδη. Ο Παναγιώτης Λαμπράκης με τον Νίκο Πάντο θυμούνται ασβεστοκάμινα που λειτουργούσαν πολύ παλιά στο χωριό μας. Ένα στον Καστανιώτη στο φαράγγι λίγο πιο πάνω από την Μισοσπορίτισσα, άλλο στο βουνό απέναντι από την Λάκκα του Κουτρουμπή, στου Κουτρή το αμπέλι που το δούλευε ο Σωτήρης Κατερινιός.

Ο Μανώλης Κατερινιός πατέρας του Σωτήρη, μαζί με άλλους Καστανιτσιώτες που φημίζονται μέχρι και σήμερα, ως άριστοι ασβεστοποιιοί, ερχόντουσαν από την Καστάνιτσα και δούλευαν τα καμίνια της Αλευρούς. Ο Μανώλης παντρεύτηκε στην Αλευρού και συνέχισε να δουλεύει τα ασβεστοκάμινα με τα παιδιά του ως οικογενειακό επάγγελμα. Ο εγγονός του Μανώλης, μας μιλά για την λειτουργία των καμινιών και απαριθμεί τα καμίνια της Αλευρούς, ένα στου Γιάννη Παπασταφίδα, άλλο στου Βαρναβέλια, άλλο του θείου του, Κώστα Κατερινιού, και πιο πέρα του Τρικούπη από το Γεωργίτσι.

Ο Γιάννης Ρεξίνης θυμήθηκε ότι πολύ παλιά υπήρχε και στα Ρεξιναίικα στο βουνό, και πριν την Κατοχή λειτούργησε και ένα στα Μετόχια πάνω από τον Κοκκινόβραχο στον Κάμπο που ανήκε στον Παναγιώτη Χίο, και που το δούλεψε με τα παιδιά του Μελέτη, Κώστα, Σταύρο και Ηλία.

Από τα τελευταία που λειτούργησαν στην περιοχή μας, ήταν στην Λαγκαδίτσα στο χτήμα του Γιώργη του Αδραχτά, που το δούλεψε ο Λεωνίδας ο Σμυρνιός από τα Περιβόλια.

Μιλώντας με τον Λεωνίδα Σμυρνιό, 96 ετών σήμερα, κτίστη στο επάγγελμα και από τους τελευταίους που δούλεψαν το ασβεστοκάμινο στην περιοχή μας, μάς είπε ότι από ανάγκη έφτιαξε και δούλεψε για τρία χρόνια το ασβεστοκάμινο, γύρω στο 1970. Είχε συμμετάσχει σε μια δημοπρασία ξυλείας του Δασαρχείου. Δημοπρατήθηκαν πεντακόσια χωρικά ξυλείας (1 χωρικό=1 κυβικό μέτρο με τα ενδιάμεσα κενά ως γεμάτο χώρο) με 80 δρχ. το χωρικό, κέρδισε τον διαγωνισμό με 81 δρχ. και έδωσε την καθορισμένη προκαταβολή. Τα ξύλα όμως δεν μπόρεσε να τα πουλήσει στους φούρνους, γιατί ήταν ελάτινα και θα μύριζε το ψωμί. Το τίμημα έπρεπε υποχρεωτικά να κατατεθεί στο Δημόσιο Ταμείο χωρίς αναβολή. Έτσι σκέφτηκε να φτιάξει ασβεστοκάμινο προκειμένου να κάψει τα ξύλα και να βγάλει τα χρήματα από τον ασβέστη. Άνοιξε γούβα και όντας κτίστης έχτισε το καμίνι. Τις πέτρες τις έσπαγε με το κομπρεσέρ και τις κουβαλούσε από τον Ζορό αλλά και από το βουνό έξω από το Νεκροταφείο στον Άγιο Νικόλαο, σημεία που είχαν καλή πέτρα για ασβέστη. Η πέτρα η καλή, μας είπε, ξεχώριζε γιατί όταν χτυπιόταν με το σφυρί μύριζε όπως το μπαρούτι. Η μεταφορά της πέτρας αλλά και της ξυλείας από το βουνό γινόταν με τα φορτηγά του Δημήτρη Κουτσογιώργη και του Δημήτρη Αθανασόπουλου (Πένταρη). Το έκαψε τρείς φορές με δύο βοηθούς, το κάθε κάψιμο που διαρκούσε τρείς και πλέον συνεχόμενες ημέρες έβγαλε 1000 καντάρια ασβέστη (1 καντάρι = 44 οκάδες, = 56,32 κιλά και άξιζε 54 δραχμές). Με αυτό τον τρόπο πλήρωσε το κράτος και του έμεινε και κέρδος. Δεν συνέχισε το επικερδές επάγγελμα γιατί έφυγε για την Αυστραλία. Μας είπε επίσης για τα ασβεστοκάμινα που λειτουργούσαν στην Αλευρού κοντά στην Αγία Άννα, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα και προαναφέραμε στις μαρτυρίες του Μανώλη Κατερινιού. Οι Καστανιτσιώτες μάς είπε ήξεραν πολύ καλά την τέχνη και ερχόντουσαν κάθε Απρίλη και τα δούλευαν. Το μόνο ασβεστοκάμινο στην περιοχή μας, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση είναι δίπλα στο δρόμο Βορδόνιας - Σπάρτης πριν τα ερείπια του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου, στο σπίτι ιδιοκτησίας του Νίκου Δούνια. Πολλοί ίσως το έχουν παρατηρήσει. Από μικρό παιδί που θυμάται τον εαυτό του μας είπε ο Νίκος Δούνιας και μέχρι τα 20 του χρόνια, γύρω στο 1960, δούλευε μαζί με τον πατέρα του. Δύσκολη δουλειά, μέσα δεν υπήρχαν, την πέτρα την έφερναν είτε από νταμάρι σπάζοντάς την με την βαριά, είτε διαλέγοντάς την από το ποτάμι, ήταν λευκή ή μελανιά. Θυμάται τον πατέρα του να την σπάει στην άκρη και να εξετάζει την καταλληλότητά της. Στη συνέχεια φόρτωναν τις πέτρες στα άλογα πάνω σε δύο σανίδες μια από την κάθε πλευρά, μισομοιράζοντας το βάρος για να μην γέρνει το φορτίο. Μετά κουβαλούσαν τα ξύλα, λιόκλαρα και θάμνους, κυρίως πουρνάρια. Στο καμίνι του Νίκου Δούνια το κάψιμο διαρκούσε 6 συνεχόμενες ημέρες και το δούλευαν οικογενειακά. Ο παραγόμενος ασβέστης, γύρω στα 1000 καντάρια, έδινε ένα καλό εισόδημα.

Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ασβεστοποιοί σε μέρος που υπήρχε πίσω ή όσο γινόταν γύρω από αυτό, κάθετο έδαφος από σκληρό χώμα που θα χρησίμευε ως μόνωση. Συνήθως τα έχτιζαν σε μέρη όπου υπήρχαν κοντά πέτρες αλλά και θάμνοι. Αρχικά έσκαβαν ένα λάκκο με βάθος που αναλογούσε στο 1/3 του συνολικού ύψους του καμινιού. Από το βάθος του λάκκου έχτιζαν κυκλικά τον εξωτερικό τοίχο του καμινιού με πάχος τουλάχιστον 80 εκατοστά με πέτρες και λάσπη από χώμα, διατηρώντας την ίδια διάμετρο από την βάση έως την κορυφή του. Στην βάση αυτού του τοίχου και εσωτερικά, έκαναν μια μικρή βάση, την «σέτα», φάρδους 20 και ύψους 50 εκατοστών, όπου από εκεί άρχιζε το θολωτό χτίσιμο των ασβεστόλιθων (καμαρικών). Άφηναν μία πόρτα η οποία μετά το χτίσιμο των ασβεστόλιθων χτιζόταν και αυτή και άφηναν μόνο ένα άνοιγμα στο κάτω μέρος για να εισέρχονται τα ξύλα για την καύση. Σε κάποια απόσταση άφηναν άλλη μια τρύπα για να βγάζουν την στάχτη με την μασιά. Το χτίσιμο των ασβεστόλιθων απαιτούσε όπως τόνισαν και οι τρεις τελευταίοι ασβεστοποιοί της περιοχής μας, μεγάλη μαστοριά και προσοχή. Οι ασβεστόλιθοι έπρεπε να χτίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του θολωτού (σαν φούρνος) και να υπάρχουν κενά μεταξύ των ασβεστόλιθων, για να επιτυγχάνεται η διευκόλυνση ρευμάτων αέρα και να διαπερνά η φλόγα. Στην κορυφή του θολωτού που έφτανε το πολύ ένα μέτρο κάτω από το ύψος του εξωτερικού τοίχου έμπαινε σφηνωτά μια πέτρα «κλειδί» ή «παπάς». Το ψήσιμο της πέτρας γινόταν αντιληπτό από το κάθισμα του θολωτού σωρού αλλά και από τον καπνό που έπαιρνε χρώμα μπλε.

Σήμερα η ανεύρεση και μεταφορά της πέτρας και της καύσιμης ύλης που μπορεί να είναι πυρήνας (ελαιοπυρήνας- λιοκόκκι), ξυλεία και άλλα είδη καύσης είναι εύκολη. Η τροφοδότηση του καμινιού με καύσιμη ύλη, και η καύση γίνεται με μηχανικά μέσα, και ο ασβέ στης παράγεται με λιγότερο κόστος, και παραδίδεται στο εμπόριο σε καλύτερες τιμές. Όσα καμίνια δεν μπόρεσαν να εκσυγχρονιστούν ερήμωσαν και χάθηκαν, στην περιοχή μας μόνο αυτό του Νίκου Δούνια που χρησιμοποιείται για τη στάβλιση ζώων, παραμένει αγέρωχο θυμίζοντας περασμένες εποχές.

Πιο κάτω, στου Αφυσσού, συνεχίζουν την διαχρονική τους πορεία και λειτουργούν τρία εκσυγχρονισμένα, ως προς την καύση, ασβεστοκάμινα από Καστανιτσιώτες, του Γιάννη Κατερινιού και του Μπούγα και πιο πέρα του Αφυσσιώτη Σωτήρη Ντιλαλή, που τροφοδοτούν την περιοχή μας με τον ασβέστη τους.

Ελένη Βλαχογιάννη

Το μόνο ασβεστοκάμινο στην περιοχή μας, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση είναι δίπλα στον δρόμο Βορδόνιας - Σπάρτης πριν τα ερείπια του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου, στο σπίτι ιδιοκτησίας του Νίκου Δούνια. Στην φωτογραφία ο ιδιοκτήτης μπροστά στο καμίνι.














Πηγή: Περιοδικό “Ο Πολυδεύκης” - Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Καστορείου Λακεδαίμονος, Τεύχος 23, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2014